- προδρομεύω
- Α [πρόδρομος]είμαι έφιππος ανιχνευτής, ανήκω στην έφιππη εμπροσθοφυλακή, προπορεύομαι ως μέλος έφιππης εμπροσθοφυλακής («δοκιμάζει δὲ καὶ τοὺς προδρόμους, ὅσοι ἂν αὐτῇ δοκῶσιν ἐπιτήδειοι προδρομεύειν εἶναι», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.